- εκδυσωπώ
- ἐκδυσωπῶ (-έω) (AM)ικετεύω, εκλιπαρώ, παρακαλώ θερμάαρχ.1. κάνω κάποιον να ντραπεί2. ενοχλώ με επίμονες ερωτήσεις3. πείθω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκδυσωπῶ — ἐκδυσωπέω put to shame pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκδυσωπέω put to shame pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)